διάπλαση — Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς… … Dictionary of Greek
διαπλάσῃ — διαπλάσηι , διάπλασις putting into shape fem dat sg (epic) διαπλάσσω form aor subj mid 2nd sg διαπλάσσω form aor subj act 3rd sg διαπλάσσω form fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακία βλάστηση ή διάπλαση — Χαρακτηριστική φυτοκοινωνία ή θαμνώδης διάπλαση, η οποία συναντάται στα μεσογειακού τύπου κλίματα και αποτελείται από υψηλούς θάμνους, ύψους έως 2 μ., με σκληρούς ξυλώδεις κλάδους και μικρά δερματώδη φύλλα, σκούρου πράσινου χρώματος· είναι γνωστά … Dictionary of Greek
λαδόγια διάπλαση — Μία από τις διαπλάσεις στις οποίες ο Σέντερχολμ διαίρεσε τα στρώματα του αρχαϊκού ή αζωικού αιώνα τα οποία παρουσιάζονται στη Σκανδιναβία και στη Φιλανδία. Τα στρώματα της λ.δ. αναπτύσσονται ιδιαίτερα στη βόρεια όχθη της λίμνης Λαδόγα, καθώς και… … Dictionary of Greek
μαγκρόβιος — α, ο, θηλ. και ος φρ. «μαγκρόβια διάπλαση» ή «μαγκρόβιος διάπλαση» (φυτογεωγρ.) φυτική διάπλαση που είναι χαρακτηριστική τών αβαθών παραθαλάσσιων περιοχών και αποικίζει τις ιλυώδεις αποθέσεις τών ποταμόκολπων και λιμνοθαλασσών τής τροπικής ζώνης … Dictionary of Greek
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
αδιάπλαστος — η, ο (Α ἀδιάπλαστος, ον) [διαπλάσσω] αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση 2. ο μη… … Dictionary of Greek
αναδιάπλαση — η διάπλαση, διαπαιδαγώγηση σε νέες βάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα * + διάπλαση] … Dictionary of Greek